- αμφίβροτος
- ἀμφίβροτος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)1. αυτός που καλύπτει, που περιβάλλει ολόκληρο τον άνθρωπο (στον Όμ. πάντα για την ασπίδα)2. (φρ. στη Φιλοσ.) «ἀμφίβροτος ἀσπίς», το σώμα που περιβάλλει, που κλείνει μέσα του την ψυχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -βροτος < βροτὸς «θνητός»].
Dictionary of Greek. 2013.